- μαρκαδόρος
- ο1) маркировщик; 2) служащий, выдающий жетон (в магазинах, ресторанах и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρκαδόρος — ο 1. υπάλληλος εστιατορίου ή χαρτοπαικτικής λέσχης που διαχειρίζεται τις μάρκες 2. είδος στυλογράφου διαρκείας με υγρό μελάνι διαφόρων χρωμάτων, που γράφει σε κάθε επιφάνεια 3. στροφόμετρο, αυτόματο μηχάνημα για την καταμέτρηση στροφών 4. ναυτ.… … Dictionary of Greek
μαρκαδόρος — ο 1. ειδικό μολύβι μελάνης με χοντρή μύτη. 2. ειδικό όργανο με το οποίο τυπώνουν μάρκες πάνω σε διάφορα αντικείμενα. 3. υπάλληλος καταστήματος, καφενείου, χαρτοπαιχτικής λέσχης κτλ. που διαχειρίζεται τις μάρκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)